- συνδιδασκαλία
- η совместное обучение (мальчиков и девочек)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιδασκαλία — η 1. κοινή διδασκαλία σε αγόρια και κορίτσια μαζί. 2. διδασκαλία σε δύο τμήματα μαζί: Απουσίασε κάποιος καθηγητής και έτσι σε δύο τμήματα μαζί έγινε συνδιδασκαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδιδασκαλία — η, Ν 1. κοινή διδασκαλία σε μαθητές και τών δύο φύλων 2. διδασκαλία μαθητών δύο ή περισσότερων τάξεων σε κοινό πρόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διδασκαλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χ. Παπαμάρκου] … Dictionary of Greek
συνδιδακτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνδιδασκαλία 2. φρ. «συνδιδακτική μέθοδος» μέθοδος διδασκαλίας κατά την οποία όλοι οι μαθητές μιας τάξης διδάσκονται ταυτόχρονα από έναν δάσκαλο, σε αντιδιαστολή προς την αλληλοδιδακτική μέθοδο. επίρρ … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek